-
1 πτέρυξ
1 wingaΔιὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρᾰγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
b met. εἴη μιν εὐφώνων πτερᾰγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (τοῖς ἐγκωμίοις μέλεσιν Σ.) I. 1. 64.c frag. πτερ]ύγεσσι κ[ P. Oxy. 2447, fr. 53.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский